λεηλατῶ

λεηλατῶ
λεηλατέω
drive away booty
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
λεηλατέω
drive away booty
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λεηλατώ — λεηλατώ, λεηλάτησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λεηλατώ — (AM λεηλατῶ, έω) 1. αποκομίζω λεία, λαφυραγωγώ 2. κατακλέβω, ληστεύω («οι κλέφτες λεηλάτησαν το κατάστημα») 3. αφανίζω, ερημώνω («ἀπὸ θαλάσσης λεηλατεῡσι τὸ πεδίον», Ηρόδ.) αρχ. φρ. «λεηλατοῡμαι τῇ γαστρί» είμαι λαίμαργος, είμαι κοιλιόδουλος.… …   Dictionary of Greek

  • λεηλατώ — λεηλάτησα, λεηλατήθηκα, λεηλατημένος, διαρπάζω, λαφυραγωγώ: Η πόλη λεηλατήθηκε από τον εχθρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… …   Dictionary of Greek

  • εξπιλεύω — ἐξπιλεύω (Μ) λεηλατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. expilo «λεηλατώ, διαρπάζω»] …   Dictionary of Greek

  • καταδηώ — καταδῃῶ και καταδηιῶ, όω (Α) λεηλατώ, ερημώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δῃῶ «ερημώνω, λεηλατώ»] …   Dictionary of Greek

  • καταληίζομαι — καταληΐζομαι (AM) λεηλατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ληΐζομαι «λεηλατώ»] …   Dictionary of Greek

  • κατασυλώ — κατασυλῶ, έω (Μ) (επιτ. τ. τού συλώ*) αρπάζω, λεηλατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + συλῶ «λεηλατώ»] …   Dictionary of Greek

  • προδιαρπάζω — Α διαρπάζω, λεηλατώ εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαρπάζω «αρπάζω διά της βίας, λαφυραγωγώ, λεηλατώ»] …   Dictionary of Greek

  • προκαταδηώ — όω, Α λεηλατώ εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταδηῶ «λεηλατώ, ερημώνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”